Η καταστροφή, όπως την προέβλεψε ο Π. Κονδύλης

«Στις συνθήκες της διαμορφούμενης εγχώριας (εξαμβλωματικής) μαζικής δημοκρατίας δεν αρκούσε πια ο διορισμός των «ημετέρων», των οποίων η ανέχεια τους έκανε να αισθάνονται ευγνωμοσύνη για την εύνοια. Εκτός από τον διορισμό, εκτός από τη δανειοδότηση, εκτός από τη μεσολάβηση, το πελατειακό παιγνίδι έπρεπε τώρα να παιχτεί σε επίπεδο όχι μόνο «κλάδων», αλλά και «μαζών», στο επίπεδο ψευδοϊδεολογικής δημαγωγίας με την αρωγή των νεοφανών μέσων μαζικής ενημέρωσης. Ο λαϊκισμός, ο οποίος ενδημεί σε κάθε σύγχρονη μαζική δημοκρατία, συγχωνεύθηκε με τα πατροπαράδοτα κοινωνικά και ψυχολογικά γνωρίσματα του επιχώριου πελατειακού συστήματος, και έτσι προέκυψε μια κατάσταση, στην οποία η δημαγωγία ήταν αναπόδραστη γιατί την επιθυμούσαν ακριβώς εκείνοι προς τους οποίους απευθυνόταν, πιστεύοντας ότι, αν την πάρουν στην ονομαστική της αξία, θα μπορέσουν να τη χρησιμοποιήσουν ως γραμμάτιο προς εξόφληση. Καθώς οι πελατειακές ανάγκες έπρεπε τώρα να ικανοποιηθούν σε καταναλωτικό επίπεδο ανώτερο απ΄ τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, η συγκεκριμένη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος, η οποία, όπως είδαμε, ήταν εξαρχής αντικοικονομική, κατάντησε να αποτελέσει το βασικό εμπόδιο στην εθνική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη – κάτι παραπάνω μάλιστα: έγινε ο αγωγός της εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα τη δική της διαιώνιση, δηλαδή τη δυνατότητά της να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφου. Ακόμα και η απλούστερη σκέψη και γνώση φανερώνει ότι εθνική ανάπτυξη μπορεί να γίνει μόνο με την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, δηλαδή με τον αντίστοιχο περιορισμό της κατανάλωσης, προ παντός όταν τα καταναλωτικά αγαθά η χώρα δεν τα παράγει αλλά τα εισάγει, και για να τα εισαγάγει δανείζεται, δηλαδή εκχωρεί τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της. Ο δρόμος της ανάπτυξης είναι ο δρόμος της συσσώρευσης, της εντατικής εργασίας και της προσωρινής τουλάχιστον (μερικής) στέρησης, ενώ ο δρόμος της (βραχυπρόθεσμης μόνον) ευημερίας είναι ο δρόμος του παρασιτισμού και της εκποίησης της χώρας. Αυτή η άτεγκτη οικονομική αλήθεια ισχύει ανεξάρτητα από το κοινωνικό και ηθικό πρόβλημα της διανομής των βαρών και της ιεράρχησης των στερήσεων. Οσο άτεγκτη όμως κι αν είναι, οι πολιτικές και ψυχολογικές ανάγκες που την απωθούν είναι ακόμα ισχυρότερες. Πλατειές μάζες που για πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου τους «λάδωσαν το άντερό τους» και επιπλέον απέκτησαν και τη μεθυστική συναίσθηση του κυρίαρχου και εκλεπτυσμένου καταναλωτή, θα αρνούνται πάντα να τη συνειδητοποιήσουν, όπως επίσης θα αρνούνται να την ξεστομίσουν και να την κάμουν γνώμονα των πράξεών τους κόμματα, των οποίων πρώτη έγνοια ήταν, είναι και θα είναι η νομή της εξουσίας προς όφελος των φιλόδοξων και αυτάρεσκων στελεχών τους. Ιδιαίτερα ιλαροτραγική από την άποψη αυτή παρουσιάζεται η θέση της «αριστεράς», η οποία, όταν οιονεί καταδικασμένη να υπερασπίζει τα «λαϊκά» αιτήματα, υποχρεώνεται να γίνει σημαιοφόρος κάθε καταναλωτικής απαίτησης, αρκεί όποιος την προβάλλει να αυτοτιτλοφορείται «λαός» – υποχρεώνεται δηλαδή εξ’ αντικειμένου να προωθεί την εκποίηση της χώρας, αρκεί ο «λαός» να ζητά την εκποίηση αυτή. Υπάρχει ωστόσο κι ένας ακόμη λόγος, για τον οποίο μια τόσο απλή αλήθεια θάβεται πεισματικά κάτω από μύριες όσες εκλογικευμένες επινοήσεις. Ενας λαός, ο οποίος κάτω από την πολύχρονη και βαθειά επιρροή των ελληνοκεντρικών αερολογιών έχει μάθει να θεωρεί τον εαυτό του ως γένος περιούσιο και ως άλας της γης, αρνείται να βάλει με τον νου του ότι μπορεί να κάνει ο ίδιος κάτι τόσο εξευτελιστικό όπως το να ξεπουλάει τον τόπο του για να καταναλώσει περισσότερο. Ετσι δημιουργήθηκε μια ψυχολογική στάση που ελάχιστα διαφέρει από τη συλλογική σχιζοφρένεια. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι σημερινοί Ελληνες κάνουν ό,τι μπορούν για να προσαρμοσθούν κατά το δυνατόν γρηγορότερα και καλύτερα στις συνθήκες της παρασιτικής κατανάλωσης (και αυτή περιλαμβάνει οποιαδήποτε δραστηριότητα έχει ως τελική της συνέπεια τη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα σε όσα παράγονται και σε όσα καταναλώνονται), ενώ ταυτόχρονα παραμένουν ιδεολογικά προσκολλημένοι σ’ έναν μυγιάγγιχτο εθνικισμό, ο οποίος κάνει ακόμα και όσους δουλεύουν άμεσα για λογαριασμό των ξένων ή αποζούν έμμεσα απ’ αυτούς να καταφέρονται φραστικά εναντίον τους. Ωστόσο είναι κάτι παραπάνω από αμφίβολο, αν οι ίδιοι θα ήσαν πρόθυμοι να επωμισθούν τις πρακτικές συνέπειες αυτού του εθνικισμού σ’ ότι αφορά την απόδοση της εργασίας και το ύψος της κατανάλωσης. Η ίδια σχιζοφρένεια διέπει και τη συμπεριφορά των κομμάτων, τα οποία πλειοδοτούν σε εθνικιστική ρητορική την ίδια στιγμή που εκποιούν τον κρατικό μηχανισμό και το κράτος γενικότερα για να ικανοποιήσουν τις καταναλωτικές απαιτήσεις των ψηφοφόρων τους».
«Τα παραπάνω δεν αποτελούν ούτε σάτιρα ούτε καταγγελία, αλλά την περιγραφή της ιστορικής, κοινωνικής και ψυχολογικής κατακλείδας των διαδικασιών που έθεσε σε κίνηση η λειτουργία του κοινοβουλευτικού παιγνιδιού και της πελατειακής πολιτικής μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες του νεοελληνικού κράτους και έθνους. Η σημερινή πασιφανής κρίση δεν εντοπίζεται μόνο στο γεγονός ότι η κομματική εκποίηση του κρατικού μηχανισμού, μολονότι πέρασε στο στάδιο της διαρκούς εκποίησης της χώρας, ξεπέρασε πια τα όρια της οικονομικής αντοχής, ότι δηλαδή η πελατειακή πολιτική προχώρησε ως τη αυτοκαταστροφή της και είναι υποχρεωμένη να βάλει η ίδια όρια στον εαυτό της προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να συνεχισθεί μελλοντικά. Επιπλέον η κρίση αγκαλιάζει τα θεμελιώδη ιδεολογήματα, πάνω στα οποία στήριξε το έθνος την αυτοσυνειδησία του και προ παντός το ιδεολόγημα του ελληνοκεντρισμού. Η ελληνοχριστιανική εκδοχή του ελληνοκεντρισμού βρήκε την τελευταία συστηματική της πολιτική χρήση ως το ιδεολογικό όπλο του αντικομμουνιστικού στρατοπέδου στην εποχή του εμφυλίου πολέμου, αλλά και κατόπιν, όταν δηλαδή η χώρα ζούσε κάτω από τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου, μία από τις οποίες σε έσχατη ανάλυση ήταν και η δικτατορία».

Παναγιώτης Κονδύλης: Εισαγωγή στο βιβλίο «Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού»

Σχολιάστε